Με κοινό τους κείμενο 4 εκπαιδευτικοί του Ηρακλείου παρεμβαίνουν στην (και δημόσια) συζήτηση για τον τρόπο της εκπαιδευτικής διαδικασίας αυτή την εποχή της καραντίνας του πληθυσμού.
Η αιφνίδια μετάβαση από την κανονικότητα στην κατάσταση εξαίρεσης επιβάλλει προσαρμογές όχι μόνο από την κοινωνία η οποία υπακούοντας στο «ένστικτο» της αυτοσυντήρησής της (δυστυχώς για κάποιους υπάρχουν και κοινωνίες εκτός από τα άτομα και τις οικογένειες και το δικό τους «ένστικτο» ερείδεται σε αρχές και αξίες όπως ο αλληλοσεβασμός, η συνεργασία και διάολε η αλληλεγγύη, άγνωστη παντελώς στους κρατούντες) αυτοπεριορίστηκε μπροστά στην επέλαση της φονικής επιδημίας. Η κατάσταση εξαίρεσης με τα χαρακτηριστικά που βιώνουμε στη σύγχρονη συγκυρία έχει δύο όψεις. Η πρώτη είναι η ολοφάνερη: λήψη μέτρων από την κρατική εξουσία που αφενός ελέγχονται στο νομικό πεδίο, αφετέρου επειδή οργανώνουν την κοινωνία με έναν τρόπο πιο πειθαρχημένο και ανελεύθερο, διαγράφεται ο κίνδυνος ο απόηχός τους να διατηρηθεί και μετά την άρση της κατάστασης εξαίρεσης.
Η άλλη όψη, που είναι και η πλέον ενδιαφέρουσα, σχετίζεται με το γεγονός ότι στην κατάσταση εξαίρεσης – σε πολλούς χώρους – «αναγκαστικότητες», γραφειοκρατίες και κάθετες ιεραρχίες υπολειτουργούν, αν δεν εξαερώνονται, ολοκληρωτικά. Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο με την εκπαίδευση. Η θεμιτή και προβαλλόμενη με στοιχεία κοινωνικής ευαισθησίας πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας να στήσει από το μηδέν ένα σύστημα εκπαίδευσης και επικοινωνίας με το μαθητικό πληθυσμό είναι αναμφίβολα, σε πρώτο επίπεδο, αξιέπαινη. Ακόμη όμως κι αν υποθέταμε ότι δεν θα αντιμετώπιζε τις αντικειμενικές δυσκολίες που, κατά κοινή ομολογία, αντιμετωπίζει (αδυναμία αντοχής του συστήματος, περιορισμένη εξοικείωση του διδακτικού προσωπικού και των μαθητών/τριών κ.α) πάσχει σε ένα σημείο που είναι και το πλέον κρίσιμο: για τους μαθητές και τις μαθήτριες δεν είναι υποχρεωτική γιατί για πολλούς και διάφορους λόγους δεν μπορεί η εκπαίδευση αυτή να είναι υποχρεωτική στο βαθμό που δεν έχουν διασφαλιστεί σε όλους και όλες οι προϋποθέσεις για τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα ευκαιριών.
Η προαιρετική χρήση όλων των εργαλείων εκπαίδευσης από απόσταση ακυρώνει κάθετες ιεραρχίες και κάθε είδους γραφειοκρατία η οποία οργανώνει την εκπαιδευτική διαδικασία σε περιόδους κανονικότητας. Σ’ αυτή τη συνθήκη εκείνος που μπορεί να επικοινωνήσει με τους μαθητές και τις μαθήτριες προκειμένου να τους/τις πείσει για τη σκοπιμότητα, καταρχάς, της επικοινωνίας, τη διατήρηση επαφής με τα γνωστικά αντικείμενα και κυρίως τη στήριξή τους στις συνθήκες εγκλεισμού που ζούμε( που για πολλούς είναι πάρεργο)είναι μόνον ο εκπαιδευτικός. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η ανάθεση των πρωτοβουλιών στους εκπαιδευτικούς. Το Υπουργείο, εάν πραγματικά επιθυμεί να υλοποιηθεί, σε κάποιο βαθμό, η εκπαιδευτική διαδικασία οφείλει ν’ απελευθερώσει τους εκπαιδευτικούς.
Η απελευθέρωση αφορά κατ’ αρχάς την παροχή στους εκπαιδευτικούς των μέσων να επικοινωνήσουν με τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. Αυτό σημαίνει παροχή μέιλ, πιθανόν τηλεφώνων κ.α στους καθηγητές. Δυστυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχουν διευθυντές οι οποίοι αρνούνται να δώσουν στους καθηγητές τα μέιλ των μαθητών/τριών και των γονιών τους οχυρωμένοι πίσω από τα προσωπικά δεδομένα. Η απελευθέρωση, όμως, αφορά κυρίως την επιλογή από τους καθηγητές του εργαλείου που θα κρίνουν προσφορότερο κάθε φορά για επικοινωνία με τους μαθητές/τριες, με τη σύμφωνη πάντοτε γνώμη τους, αφού μόνο οι διδάσκοντες – και όχι το υπουργείο, η περιφερειακή διοίκηση η διεύθυνση εκπαίδευσης ή φευ η διεύθυνση του σχολείου- μπορούν να έχουν ένα γνήσιο δίαυλο επικοινωνίας μ’ αυτούς. Η απελευθέρωση αφορά τέλος και κάτι ακόμη που είναι και το πλέον κρίσιμο και σε τελική ανάλυση αυτό που θα κρίνει τη συνολική έκβαση του εγχειρήματος. Την παροχή δυνατότητας στους εκπαιδευτικούς να αξιοποιήσουν εργαλεία που προσφέρει απλόχερα το διαδίκτυο τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι και προσφιλέστερα στους μαθητές/τριες (email, messenger, instagram, Skype…). Ας μην ξεχνάμε και το εργαλείο της τηλεόρασης στην εκπαίδευση.
Εάν λοιπόν η έγνοια μας –όχι όμως η ρητορική- είναι η λειτουργία της εκπαίδευσης από απόσταση, εάν έγνοια μας είναι η αξιοποίηση όλων των εργαλείων που μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας για να μετάσχουν ΟΛΟΙ και ΟΛΕΣ ή τουλάχιστον οι περισσότεροι μαθητές/τριες σ’ αυτή, εάν έγνοια μας είναι το δημόσιο σχολείο ν’ ανταποκριθεί στην ειδική αυτή συνθήκη, τότε πρέπει να παραμερίσουμε τις γραφειοκρατικές ιεραρχίες απελευθερώνοντας τους καθηγητές που, κακά τα ψέμματα, αποτελούν την ψυχή της εκπαίδευσης. Εκτός κι αν χρονοτριβώντας εκόντες άκοντες θέλουμε να «κάψουμε» τα εργαλεία – τυπικά και άτυπα -που έχουμε στη διάθεσή μας. Εκτός κι αν μας ενδιαφέρει η ανάρτηση προγραμμάτων, κάθε είδους εκπαίδευσης από απόσταση, γεμάτα από συμμετέχοντες καθηγητές και συμμετέχουσες καθηγήτριες αλλά με άδειες από μαθητές/τριες εικονικές τάξεις. Εκτός κι αν έγνοια μας είναι ο αποπροσανατολισμός της κοινωνίας και η ικανοποίηση των μικροφιλοδοξιών μας από την κορυφή έως τη βάση.
Ιδού η Ρόδος λοιπόν ιδού και το δίλημμα.
ΥΓ. Η ενασχόληση με ανόητους, κοινωνικά ανάλγητους και παπαγάλους – των γνωστών κέντρων απαξίωσης εδώ και χρόνια οτιδήποτε δημόσιου χάριν του ιδιωτικού, τα χαΐρια του οποίου στην υγεία καμαρώνουμε σήμερα – «δημοσιογράφους» παρέλκει και συνιστά περίσπαση από το έργο που έχουν οι εκπαιδευτικοί να επιτελέσουν σ’ αυτή τη συνθήκη. Αρκεί μόνο να δει κανείς την ανταπόκριση του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος στην κατάσταση εξαίρεσης.
Μαριάνθη Κοκολάκη
Γιώργος Γκαλανάκης
Γιώργος Κόμης
Παναγιώτης Λάμπρου
Εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Ηράκλειο Κρήτης